don't

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
don't < do + -n't (not)

don't (en)

  • μη(ν), δεν
    Don't speak!
    Μη μιλάς!
    I don’t know.
    Δεν ξέρω.