dowód

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈdɔvut/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dowód (pl) αρσενικό

  1. η απόδειξη ως:
    • υλικό ή σειρά από συλλογιστικά στοιχεία που αποδεικνύουν κάτι
    • (μαθηματικά) σύνολο υπολογισμών που οδηγεί σε αδιαμφισβήτο συμπέρασμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]