drewniany
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
drewniany < drewno
Επίθετο[επεξεργασία]
drewniany (pl)
- ξύλινος, κατασκευασμένος από ξύλο
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση του επιθέτου drewniany στα πολωνικά