drzewo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drzewo | drzewa |
γενική | drzewa | drzew |
δοτική | drzewu | drzewom |
αιτιατική | drzewo | drzewa |
οργανική | drzewem | drzewami |
τοπική | drzewie | drzewach |
κλητική | drzewo | drzewa |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drzewo (pl) ουδέτερο
- (βοτανική), (μαθηματικά), (πληροφορική), (κοινά) το δέντρο