dynamic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

dynamic (en)

  1. δυναμικός
    a dynamic person - δυναμικός άνθρωπος
    dynamic equilibrium - δυναμική ισορροπία
  2. (πληροφορική) δυναμικός
     αντώνυμα: static

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • dynamic στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια