dysfunction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dysfunction (en)
- η δυσλειτουργία, κυρίως ενός οργάνου του σώματος ή μια διαταραχή του νου ή μια συμπεριφορά ασύμβατη με τα κοινωνικά δεδομένα
- erectile dysfunction - στυτική δυσλειτουργία