ear

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ear ears

ear (en)

  1. (το) αφτί
  2. (βοτανική) (το) στάχυ των δημητριακών
    (ανατομία φυτών, δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο είδος)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]