echo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
echo echoes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

echo < (κληρονομημένο) μέση αγγλική ecco / ekko < λατινική ecco < echo < αρχαία ελληνική ἠχώ < ἠχή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɛkəʊ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

echo (en)

  1. η ηχώ
  2. το γράμμα E στο φωνητικό αλφάβητο του NATO

Ρήμα[επεξεργασία]

echo (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • echo στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια