ectoplasme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ectoplasme ectoplasmes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ectoplasme (fr) αρσενικό

  1. το εκτόπλασμα
  2. (μεταφορικά) αφανής, σβησμένος άνθρωπος