effect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
effect | effects |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
effect (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επίδραση, η επίπτωση, το αποτέλεσμα
- ↪ The punishment has no effect on him.
- Η τιμωρία δεν είχε επίδραση πάνω του.
- ↪ When the effect of the medicine wore off…
- Όταν πέρασε η επίδραση του φαρμάκου…
- ↪ Every mistake has an effect.
- Κάθε λάθος έχει επίπτωση.
- ≈ συνώνυμα: impact, influence και repercussion
- ↪ The punishment has no effect on him.
- το εφέ
- η ισχύς (όταν κάτι αρχίζει να ισχύει)
- come into effect - τίθεμαι σε ισχύ
- in effect: στην πραγματικότητα, στην πράξη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- effect - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 321. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίδραση