effigy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

effigy < γαλλική effigie < λατινικά effigies < effingo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  • το ομοίωμα
    • ομοίωμα προς καύση ή καταστροφή σε φεστιβάλ ή συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]