embrayage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

embrayage < embrayer

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑ̃.bʁɛ.jaːʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
embrayage embrayages

embrayage (fr) αρσενικό