encapsulation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

encapsulation (en)

  1. η ενθυλάκωση
  2. (μεταφορικά) η συνόψιση
  3. (πληροφορική, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η ενθυλάκωση
    δείτε επίσης: encapsulation (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
encapsulation encapsulations

encapsulation (fr) θηλυκό

  1. (πληροφορική) η ενθυλάκωση