endow with
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | endow with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | endows with |
αόριστος | endowed with |
παθητική μετοχή | endowed with |
ενεργητική μετοχή | endowing with |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
endow with (en)
- προικίζω με, δίνω μια ιδιότητα σε κάποιον
- ↪ Nature endowed her with great beauty.
- Η φύση την προίκισε με μεγάλη ομορφιά.
- ↪ Nature endowed her with great beauty.