enquête

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Enquete, enquéte, enquêté

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enquête < λατινική inquisita

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑ̃.kɛt/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
enquête enquêtes

enquête (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]