enseignement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
enseignement < enseigner

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
enseignement enseignements

enseignement (fr) αρσενικό

  1. (μόνο στον ενικό) η εκπαίδευση
    Entrer dans l'enseignement. Μπαίνω στην εκπαίδευση (στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού).
  2. η διδασκαλία
    L'enseignement des mathématiques. Η διδασκαλία των μαθηματικών.
  3. η παιδεία
  4. το δίδαγμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  enseigner

Σύνθετα

[επεξεργασία]