enseignement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- enseignement < enseigner
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
enseignement | enseignements |
enseignement (fr) αρσενικό
- (μόνο στον ενικό) η εκπαίδευση
- Entrer dans l'enseignement. Μπαίνω στην εκπαίδευση (στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού).
- η διδασκαλία
- L'enseignement des mathématiques. Η διδασκαλία των μαθηματικών.
- η παιδεία
- το δίδαγμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη enseigner