ensemble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ensemble ensembles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ensemble (en)

  1. σύνολο
  2. (μουσική) ορχήστρα, σύνολο μουσικών οργάνων



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ensemble (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ensemble ensembles

ensemble (fr) αρσενικό