entéralgie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
entéralgie entéralgies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

entéralgie (fr) θηλυκό