entomologique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛ̃.tɔ.mɔ.lɔ.ʒik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
entomologique entomologiques

entomologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό