erpétologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
erpétologie erpétologies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

erpétologie (fr) θηλυκό