escalade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
escalade | escalades |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
escalade (en)
- η αναρρίχηση σε τείχος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
escalade | escalades |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
escalade (fr) θηλυκό
- η αναρρίχηση σε βουνό ή άλλο απότομο μέρος
- η κλιμάκωση