eschatologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
eschatologie eschatologies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

eschatologie (fr) θηλυκό