estantería
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
estantería | estanterías |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]estantería (es) θηλυκό
- η βιβλιοθήκη (έπιπλο με ράφια)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
estantería | estanterías |
estantería (es) θηλυκό