exam

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
exam exams

Ετυμολογία [επεξεργασία]

exam: συντομευμένη μορφή του examination

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

exam (en)