excellent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | excellent |
συγκριτικός | more excellent |
υπερθετικός | most excellent |
Επίθετο[επεξεργασία]
excellent (en)
- εξαιρετικός, άριστος, υπέροχος, ωραίος, πολύ καλός
- ↪ an excellent friend/scientist - ένας εξαιρετικός φίλος/επιστήμονας
- ↪ He is an excellent student/doctor.
- Είναι άριστος φοιτητής/γιατρός.
- ↪ excellent art - υπέροχη τέχνη
- ↪ He has excellent prospects.
- Έχει πολύ ωραία προοπτική.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- amazing
- awesome (προφορικό)
- brilliant
- dope (αργκό)
- epic (ανεπίσημο)
- exceptional
- extraordinary
- fabulous
- fantastic
- great
- impressive
- incredible
- inspiring
- killer (αργκό)
- magnificent
- marvelous
- outstanding
- phenomenal
- stupendous
- super
- superb
- terrific
- top notch
- tremendous
- unbelievable
- unreal
- → δείτε τη λέξη wonderful
Πηγές[επεξεργασία]
- excellent - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 123, 299, 913, 993-994. ISBN 9780194325684., λήμμα: άριστος, εξαιρετικός, υπέροχος, ωραίος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | excellent | excellents |
θηλυκό | excellente | excellentes |
excellent (fr)