exhaust

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

exhaust < λατινική exhaustus < exhaurire < ex- (έξω) + haurire (αποστραγγίζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
exhaust exhausts

exhaust (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας exhaust
γ΄ ενικό ενεστώτα exhausts
αόριστος exhausted
παθητική μετοχή exhausted
ενεργητική μετοχή exhausting

exhaust (en)

  • εξαντλώ, εξουθενώνω
    The last of his strength was exhausted./He exhausted the last of his strength.
    Εξαντλήθηκαν και οι τελευταίες του δυνάμεις.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]