expand upon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | expand upon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | expands upon |
αόριστος | expanded upon |
παθητική μετοχή | expanded upon |
ενεργητική μετοχή | expanding upon |
Ρήμα[επεξεργασία]
expand upon (en)
- άλλη μορφή του expand on