express
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | express |
συγκριτικός | more express |
υπερθετικός | most express |
express (en)
- (χωρίς παραθετικά) ταχύς, κάτι στέλνεται γρήγορα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
express | expresses |
express (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | express |
γ΄ ενικό ενεστώτα | expresses |
αόριστος | expressed |
παθητική μετοχή | expressed |
ενεργητική μετοχή | expressing |
express (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 870-871. ISBN 9780194325684., λήμμα: ταχύς
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
express | express |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
express (fr)
- (αρσενικό ή θηλυκό) ταχύς
- (αρσενικό, παρωχημένο) γρήγορο τρένο