extraction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
extraction < extract

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

extraction (en)

  1. η εξαγωγή ή το βγάλσιμο ενός (ολόκληρου) σώματος που βρίσκεται μέσα σε κάποιο άλλο σώμα ή περιοχή
  2. η αφαίρεση ή η απόσπαση μίας ουσίας που βρίσκεται δεσμευμένη μέσα σε κάτι
    • extraction of Silver from Copper ore
  3. (μεταφορικά) η απόσπαση ή η απόκτηση
    • extraction of vital informaton from a source
  4. η εξόρυξη
  5. η καταγωγή ενός ανθρώπου



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛks.tʁak.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
extraction extractions

extraction (fr) θηλυκό

  1. η εξόρυξη