exultation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
exultation exultations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exultation (fr) θηλυκό