fall apart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | fall apart |
γ΄ ενικό ενεστώτα | falls apart |
αόριστος | fell apart |
παθητική μετοχή | fallen apart |
ενεργητική μετοχή | falling apart |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fall apart (en)
- διαλύομαι, είναι σε τόσο κακή κατάσταση που τα μέρη αποσπώνται
- ↪ My car already started falling apart.
- Το αυτοκίνητό μου άρχισε πια να διαλύεται.
- ↪ My car already started falling apart.