farmer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
farmer | farmers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
farmer (en)
- (επάγγελμα) ο αγρότης, η αγρότισσα
- ↪ He returned to his village and went from a factory worker to a farmer.
- Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης εργοστασίου έγινε αγρότης.
- ↪ He returned to his village and went from a factory worker to a farmer.