felicity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
felicity < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική felicite < λατινική fēlīcitās (ευτυχία, γονιμότητα, καλοτυχία) < fēlix (χαρούμενος, ευνοϊκός, καλότυχος, γόνιμος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeh₁(y)- (θηλάζω, φροντίζω) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
felicity (en)
- ευτυχία
- she's in a state of felicity after her girlfriend proposed to her - βρίσκεται σε κατάσταση ευτυχίας αφότου η κοπέλα της της έκανε πρόταση γάμου