femme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

femme < λατινική femina

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
femme femmes

femme (fr) θηλυκό

  1. η γυναίκα
  2. η σύζυγος

Εκφράσεις[επεξεργασία]