fessée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fessée < fesse

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fɛ.se/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fessée fessées

fessée (fr) θηλυκό

  1. οι ξυλιές στον πισινό
     συνώνυμα: correction, (οικείο) raclée
  2. (οικείο) (μεταφορικά) η εξευτελιστική ήττα
     συνώνυμα: déculottée, (οικείο) raclée

Συγγενικά[επεξεργασία]