figure on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | figure on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | figures on |
αόριστος | figured on |
παθητική μετοχή | figured on |
ενεργητική μετοχή | figuring on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
figure on (en)
- υπολογίζω σε κάτι, σχεδιάζω κάτι ή να κάνω κάτι, περιμένω να γίνει κάτι
- ↪ They figured on you arriving early.
- Υπολόγισαν ότι θα φθάσεις νωρίς.
- ↪ They figured on you arriving early.