fine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fine fines

fine (en)

Επίθετο[επεξεργασία]

fine (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας fine
γ΄ ενικό ενεστώτα fines
αόριστος fined
παθητική μετοχή fined
ενεργητική μετοχή fining

fine (en)


Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fine < fin- + -e

Επίρρημα[επεξεργασία]

fine (eo)