fingro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fingro | fingroj |
αιτιατική | fingron | fingrojn |
fingro (eo)
- το δάχτυλο
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fingro (io)
- το δάχτυλο