finnas
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
finnas (sv)
- υπάρχει, βρίσκεται, έχει
- kan det möjligen finnas ett odjur i Loch Ness-sjön?
- θα μπορούσε ενδεχομένως να υπάρχει ένα τέρας στη λίμνη Λόχνες;
- finns det fler kakor?
- υπάρχουν κι άλλα κουλουράκια;
- kan det möjligen finnas ett odjur i Loch Ness-sjön?