firework

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
firework fireworks

Ετυμολογία [επεξεργασία]

firework < fire + work

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

firework (en)

  • το πυροτέχνημα
    The colorful fireworks offered a magical sight.
    Τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό θέαμα.

Πηγές[επεξεργασία]