fission

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fission (en)

  1. η σχάση, η διαίρεση ενός πράγματος στα δύο
  2. (φυσική) η σχάση, η διάσπαση του ατόμου
  3. (βιολογία) η κυτταρική διαίρεση



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fission < αγγλική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fission fissions

fission (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη fendre

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]