fix up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | fix up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fixes up |
αόριστος | fixed up |
παθητική μετοχή | fixed up |
ενεργητική μετοχή | fixing up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]fix up (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- fix up - Cambridge Dictionary online