foot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
foot feet
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

foot (en)

  1. το πόδι, το τμήμα κάτω από τον αστράγαλο
    His foot slipped and he fell.
    Το πόδι του γλίστρησε κι έπεσε.
    His feet smell.
    Τα πόδια του μυρίζουν.
    Don’t step with dirty feet on the carpet.
    Μην πατάς με βρόμικα πόδια στο χαλί.
  2. το κάτω μέρος, η ρίζα ενός βουνού, το χαμηλότερο μέρος του κάτι· η βάση του κάτι
    the foot of a page - το κάτω μέρος μιας σελίδας
    They made their way down to the foot of the mountain.
    Κατέβηκαν ως τη ρίζα του βουνού.
    the foot of a wall/ladder - η βάση τοίχου/σκάλας
  3. η άκρη, η πιο μακρινή ή χαμηλότερη άκρη κάτι
    the foot of the bed - η άκρη του κρεβατιού
  4. το πόδι ενός αντικειμένου
    the feet of the table - τα πόδια του τραπεζιού
  5. (μονάδα μέτρησης μήκους) το πόδι
    a room ten feet in length and eight in width - δωμάτιο μήκους δέκα ποδιών και πλάτους οκτώ
    He’s five feet ten inches./He’s five foot ten.
    Είναι πέντε πόδια δέκα ίντσες.
  6. μια ομάδα συλλαβών από ένα στίχο που ακολουθεί ένα μέτρο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
foot < αγγλική football

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

foot (fr) αρσενικό

jouer au foot - παίζω ποδόσφαιρο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]