forfait
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- forfait < forfaire
- forfait < for-fait < fayfort < fur, ποσοστό + fait, μετατροπή του forfait
- forfait < (άμεσο δάνειο) αγγλική forfeit < παλαιά γαλλική forfait < forfaire
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
forfait | forfaits |
forfait (fr) αρσενικό
- (λόγιο) τραγικό, απίστευτο κακούργημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
forfait | forfaits |
forfait (fr) αρσενικό
- συμβατικό ποσό που συμφωνείται εκ των προτέρων για μια υπηρεσία
- προσεγγιστικός υπολογισμός των εισοδημάτων για την καταβολή ενός φόρου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- à forfait - σε μια τιμή που έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
forfait | forfaits |
forfait (fr) αρσενικό
- αποζημίωση που πρέπει να καταβάλει ο ιδιοκτήτης ενός αλόγου εάν θέλει να το αποσύρει από μια ιπποδρομία στην οποία έχει δεσμευθεί να λάβει μέρος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (αθλητισμός) déclarer forfait - αναγγέλλω την απουσία μου από έναν αγώνα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- forfait - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Για την 'αποζημίωση για άλογο', δείτε το forfait3