forte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

forte (fr)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
forte fortes

forte (fr) θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
forte < fort- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

forte (eo)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

forte (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

forte (it)

Συγγενικά

[επεξεργασία]