fortuna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fortuna < fors
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fortuna (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fortuna | fortunae |
γενική | fortunae | fortunārum |
δοτική | fortunae | fortunīs |
αιτιατική | fortunam | fortunās |
κλητική | fortuna | fortunae |
αφαιρετική | fortunā | fortunīs |
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fortuna (it) θηλυκό
- η τύχη
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fortuna | fortunas |
fortuna (pt) θηλυκό