frozen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός frozen
συγκριτικός more frozen
υπερθετικός most frozen

frozen (en)

  1. κατεψυγμένος, για τρόφιμα διατηρημένα με τη μέθοδο της κατάψυξης
    frozen pizzas - κατεψυγμένες πίτσες
  2. παγωμένος, για άτομα ή μέρη του σώματος που κρυώνουν πολύ
    My hands are frozen.
    Τα χέρια μου είναι παγωμένα.
  3. παγωμένος, για ποτάμια, λίμνες κτλ. που έχουν ένα στρώμα πάγου στην επιφάνεια
    They slid over the frozen lake.
    Γλιστρούσαν πάνω στα παγωμένα νερά της λίμνης.
  4. παγωμένος, που κρυώνει τόσο πολύ που έχει γίνει πολύ άκαμπτο
    frozen ground - παγωμένο έδαφος
  5. παγωμένος, κεραυνοβολημένος, που μένει ακίνητος από μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη ή άλλο έντονο συναίσθημα
    We watched, frozen, the television images of the collapse of the twin towers.
    Παρακολουθήσαμε παγωμένοι τις τηλεοπτικές εικόνες από την κατάρρευση των δίδυμων πύργων.
    Even the journalists stood frozen in front of the horrid sight.
    Ακόμη και οι δημοσιογράφοι στάθηκαν κεραυνοβολημένοι μπροστά στο φριχτό θέαμα.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

frozen (en)

Πηγές[επεξεργασία]