fully
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | fully |
συγκριτικός | more fully |
υπερθετικός | most fully |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]fully (en)
- πλήρως
- ↪ I am fully satisfied.
- Είμαι πλήρως ικανοποιημένος.
- ↪ I fully pay off a debt.
- Εξοφλώ πλήρως ένα χρέος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ I am fully satisfied.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- fully - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 713-714. ISBN 9780194325684., λήμμα: πλήρης