funding

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

funding (en) (μη μετρήσιμο)

  • η χρηματοδότηση, χρηματοδοτικός
    a project with private funding - έργο με ιδιωτική χρηματοδότηση
    the funding policy of the government - η χρηματοδοτική πολιτική της κυβέρνησης

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

funding (en)

Πηγές[επεξεργασία]