génération
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
génération | générations |
génération (fr) θηλυκό
- η γενιά
Δείτε επίσης : generation, Generation |
ενικός | πληθυντικός |
génération | générations |
génération (fr) θηλυκό